- κυβέρνης
- κυβερνάωsteerpres ind act 2nd sgκυβερνάωsteerimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύβερνης — κύβερνης, ὁ (Μ) κυβερνήτης, διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυβερνῶ ή μεταπλασμένος τ. τού κύβερνος, ενώ, κατ άλλους, η λ. είναι απόδοση τού λατ. gubernius ή gubernio] … Dictionary of Greek